- νηάδε
- νῆα, νηάδε: see νηῦς.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
νήαδε — νῆαδε (Α) επίρρ. στο πλοίο («νῆαδ ἐπεσσεύοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆα, επικ. αιτ. εν. τού ναῦς «πλοίο», + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει στάση σε τόπο (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] … Dictionary of Greek
νῆαδε — νῆάδε , ναῦς ship indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῆαδ' — νῆάδε , ναῦς ship indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)